μονόζυξ

μονόζυξ
μονόζυξ, ό και ἡ (Α)
1. μόνος, μονάχος
2. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει άντρα ή αυτή που τήν εγκατέλειψε ο άντρας της («εὐνατῆρα προπεμψαμένα λείπεται μονόζυξ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ζυξ (< ζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό»), πρβλ. μελανό-ζυξ, νεό-ζυξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονόζυξ — μόνοζυξ yoked alone fem nom/voc sg μονόζυξ masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοζυγές — μονόζυξ masc/fem voc sg μονόζυξ neut nom/voc/acc sg μονοζυγής masc/fem voc sg μονοζυγής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοζύγων — μόνοζυξ yoked alone fem gen pl μονόζυξ masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόζυγα — μόνοζυξ yoked alone fem acc sg μονόζυξ masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοζυγής — μονοζυγής, ές (Α) μονόζυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ζύγ ην), πρβλ. ισο ζυγής, καλλι ζυγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”