- μονόζυξ
- μονόζυξ, ό και ἡ (Α)1. μόνος, μονάχος2. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει άντρα ή αυτή που τήν εγκατέλειψε ο άντρας της («εὐνατῆρα προπεμψαμένα λείπεται μονόζυξ», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ζυξ (< ζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό»), πρβλ. μελανό-ζυξ, νεό-ζυξ].
Dictionary of Greek. 2013.